Η Εκδήλωση για τον Οδυσσέα Ελύτη 4/3/2012

01
02
03
04
05
06
07
08
09
1/9 
bwd fwd
elythsmikrh1

ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

Εσείς στεριές και θάλασσες: Καλωσόρισ?α από τις ?αθήτριες της Α'
Γυ?νασίου: Ε. Αλιάι, Χ. Βλαχάκη, Ν. Κ
άγιο, Ι. Κατσίλα, Ι. Κυριάκου, Τ.
Μακροδη?ήτρη, Α. Μπουζάνι, Α. Ντέ?α, Σ. Σαγροπούλου, Ε. Σακάλογλου. Μ.
Τ
ζιρίνη, Α. Τσουντουράκη, Χ.'Χατζή πι?έλεια: Ά. Κέκη, καθηγήτρια
Γαλλικών, Ν. Τσενέ, φιλόλογος)

 

 

 

Βιογραφικό του Οδυσσέα Ελύτη από τη ?αθήτρια Μ. Σκλιά

 

 

 

Του Μικρού Βοριά. Τραγούδι και βίντεο από τους ?αθητές του Β2 (Επι?έλεια:

 

Λ. Καρακασίδου, καθηγήτρια Οικιακής Οικονο?ίας)

 

 

 

Αποσπάσ?ατα από το Μονόγρα??α.: Διαβάζουν οι ?αθητές Σ. Καραθανάσης,
Ε. Κυριακού, Λ. Τάσση, Μ. Δουρής, Ε. Κουρτέση, Χ. Λιάτης, Π. Τσόκα, Χ.
Σουραβλάς (Επι?έλεια: Ά. Κέκη, Ν. Τσενέ)

 

 

 

Μαρίvα. Χ. Πετρογιάννη (τραγούδι), Αθανασία Καρελιώτη (αρ?όνιο)

 

 

 

Το Παράποvο Απαγγελία: Ρ. Αντωνάτου (καθηγήτρια Αγγλικών) /

 


Τραγούδι: Χ. Πετρογιάννη / Χορός Ξ. Ψαρρού (καθηγήτρια Φυσικής
Αγωγής), Μ. Παπακωνσταντίνου (?αθήτρια)

 

 

 

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι: Βίντεο από τους ?αθητές του Α1 και την Ο?άδα
Βιβλιοθήκης (Επι?έλεια: Γαρ. Κοτσίκου, φιλόλογος)

 

 

 

Χα?αιλέωv. Βίντεο από τους ?αθητές του Γ2 (Επι?έλεια: Ν. Αγάθου,
καθηγήτρια Γερ?ανικών)

 

 

 

Της αγάπης αί?ατα, Της δικαιοσύνης ήλιε vοητέ, τραγούδια, Σόλο: Δ. Δ ή ?α,
Χ. Λέκκα, Τ. Μακροδη?ήτρη / Χορωδία: Α. Αποστολόπουλος, Λ. Γραίγου, Ν.
Κάγιο, Α. Μπουζάνι, Κ. Μακρή, Ε. Μποζιάρη, Ε. Σακάλογλου, Τ. Σούλη / Ορχήστρα: Κ. Αλιφιεράκη, Γ. Μαρούλη (αρ?όνιο), Κ. Ζάκκα (Βιολοντσέλο), Ι.
Καλόγηρος (?πουζούκι), Β. Τέγας (κιθάρα), Θ. Φασουλής (Του?πελέκι)

 


ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ: Α. Βόγγλη, ?ε τη συνεργασία της ΚΕΔΩ

 

Ό?ορφη και παράξενη πατρίδα: Βίντεο από τους ?αθητές του ΓΙ (επι?έλεια:

 

Α. Κέκη)

 

Η εθελόvτρια: Κεί?ενο της Ξ. Ψαρρού, καθηγήτριας Φυσικής Αγωγής,
Διαβάζουν: Ξ. Ψαρρού, Ά. Κέκη

 

Απ' το ελάχιστο φτάνεις πιο γρήγορα οπουδήποτε: Ο?άδα Σύγχρονου Χορού
ΓΕΛ Αυλώνα & 1 ου Γυ?νασίου Αυλώνα

 

ΧΟΡΕΥΟΥΝ: Ε. Κυριακού, Μ. Δουρής, Θ. Μαντζιούρας, Κ. Αλιφιεράκη, Ν.
Αποστολοπούλου, Θ. Δέλιος, Β. Δενδρινός, Ε. Ζαρογκίκα, Κ. Καλύβα, Μ.
Κολι?άτση, Χ. Κουτσογιάννη, Γ. Μαρούλη, Α. Μπα?παλίου, Α.
Παπακωνσταντίνου, Μ. Παπακωνσταντίνου, Μ. Τσακαλίδου, Μ. Σκλιά, Μ.
Χατζή, Α. Ρούσσου

 

ΔΕΝΔΡΟ: Χ. Σα?πανάι

 

ΦΩΝΗ: Χ .. Πετρογιάννη, Ν. Αποστολοπούλου

 

ΧΟΡΟΓΡΑΦΙΑ: Ξ. Ψαρρού

 

ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ / ΣΚΗΝΙΚΑ / ΔΙΑΚΟΣΜΟΣ ΑΙΘΟΥΣΑΣ:' Σ. Παπαθεοδώρου
(?αθήτρια), Μ. Κυριακού (γραφίστρια, ?ητέρα ?αθήτριας), Α. Μπερτόλης
(Μαθη?ατικός), Ο?άδα Κατασκευών Περιβαλλοντικής ?ε υπέυθυνη τη Ν.
Αγάθου, καθηγήτρια Γερ?ανικών, τα τ?ή?ατα του Γυ?νασίου στο πλαίσιο
του ?αθή?ατος των Καλλιτεχνικών ?ε υπεύθυνο τον Χ. Σούλαρη, καθηγητή
Καλλιτεχνικών

 

ΗΧΟΣ: Γ. Ανυφαντής (Φυσικός), Τ. Τόπι (?αθητής)
ΦΩΤΑ Τ. Αναγνωστόπουλος: Μ. Λέκκας (?αθητές)
ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗΣ: Λ. Τάσοη, Μ. Σκλιά (?αθήτριες)
ΑΦΙΣΑ: Ν. Ασπρούκος, καθηγητής Πληροφορικής
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ Λ. Αβντουλάι, Λ. Τάσση (?αθήτριες)

 

ΒΙΝΤΕΟ: Γ. Μουστάκας, Ε. Κουρτέση, Λ. Τάσση, Π. Τσόκα, Ι. Κατσίλα, Σ.
Δη?ητριάδη, Μ. Τζιρίνη, Ι. Κυριάκου (?αθητές)

 

ΚΕΙΜΕΝΑ: Ν. Τσενέ (φιλόλογος) 

Το παρακάτω κείμενο γράφηκε από την Ξένια Ψαρρού, καθηγήτρια Φυσικής Αγωγής, και διαβάστηκε στην εκδήλωση

                        Η εθελόντρια

«Γιατί μου είναι αδύνατον να συνεχίσω για πάντα την προσπάθεια πρόσληψης ξένων ταυτοτήτων.

Γιατί μου είναι αδύνατον να αφομοιωθώ από πρότυπα ξένων ριζών

Γιατί μου είναι αδύνατον να συνεχίσω να ζω στη σιωπή ενός που δεν έχει ταυτότητα»

                     Γι αυτό, δήλωσα, για πρώτη φορά στη ζωή μου, εθελόντρια στον Μαραθώνιο δρόμο. Για να βρω ποια είμαι και ποια είναι η χώρα μου.

Ήμουν, στην τελετή Αφής της φλόγας.

Από την αρχή αποφάσισα ν΄ακολουθήσω όχι τα σαρκικά μου μάτια αλλά εκείνα της φαντασίας μου γιατί όπως λέει ο Ελύτης:

«Είναι η απουσία της φαντασίας που μεταβάλλει τον άνθρωπο σε ανάπηρο της πραγματικότητας»

 

  Οι Αθηναίοι αγωνιστές θαμμένοι σε έναν απλό λόφο από χώμα μ΄ ένα σχοινάκι μόνο γύρω γύρω, ανάμεσα στις ελιές και στα χορταράκια. Η απλότητα ήταν τόσο ελληνική που, αυθαίρετα, αποφάσισα πως εδώ ήταν θαμμένοι και οι 300 του Λεωνίδα. Η σκέψη μου γέμισε ασπίδες και δόρατα προτεταμένα, ιαχές μάχης. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, γιατί το αίμα μου τους αναγνώρισε!

  Κοίταξα γύρω μου? Παρά τον αντίθετο παγερό άνεμο είδα πως οι ελιές και το ταπεινό χορταράκι έκλιναν το φύλλωμά τους προς τον μικρό βωμό! Σα να γονάτιζαν! Άφησα τη θέση μου, ως εθελόντρια του Μαραθωνίου, και πλησίασα την πιο γέρικη ελιά που μου έγνεφε να πάω κοντά της. Δυο από τα κλαδιά της με πήραν αγκαλιά για να βλέπω καλύτερα. Κοιτούσα τον σιωπηλό οπλίτη του χορού που πήγαινε να ανάψει τη φλόγα. Είχα αγωνία για το αν θα ανάψει εκείνη η φλόγα. Αλλά κι η άλλη μέσα στην ψυχή μου που θα με κάνει να αγωνιστώ υπέρ βωμών και εστιών. Για την Ελλάδα την έξω, που πολεμά τον αόρατο πόλεμο των αριθμών και την Ελλάδα τη μέσα, που πολεμά τους δικούς μου Πέρσες και τον δικό μου Εφιάλτη?

  Όμως η φλόγα άναψε! Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, όταν άκουσα τον ψίθυρο της ελιάς στ΄αυτί μου. Μου ψιθύριζε ένα κείμενο του Οδυσσέα Ελύτη από τον Μικρό Ναυτίλο:

 « Κατοίκησα μια χώρα που ΄βγαινε από την άλλη, την πραγματική, όπως τ΄όνειρο από τα γεγονότα της ζωής μου. Την είπα κι αυτήν Ελλάδα και τη χάραξα πάνω στο χαρτί να τηνε βλέπω. Τόσο λίγη έμοιαζε τόσο άπιαστη. Άλλαζα θέση στα πράγματα για να τα απαλλάξω από κάθε αξία. Ως κι ένα περιβόλι ολόκληρο έβγαλα γιομάτο εσπεριδοειδή που μύριζαν Ηράκλειτο κ Αρχίλοχο. Μα΄ταν η ευωδιά τόση που φοβήθηκα. Κι έπιασα σιγά- σιγά να δένω λόγια σαν διαμαντικά να την καλύψω τη χώρα που αγαπούσα. Μην και κανείς ιδεί το κάλλος. Ή κι υποψιαστεί πως ίσως δεν υπάρχει.»  

 

   Ύστερα, η ελιά με άφησε και τυλίχτηκε στη σιωπή των χρόνων της. Μάταια την ρωτούσα τι εννοεί γιατί δεν καταλάβαινα τι σχέση έχω εγώ με όλα αυτά? Εν τω μεταξύ η φλόγα είχε αρχίσει το ταξίδι της στα χέρια ενός παιδιού από δημοτικό σχολείο. Δίπλα του έτρεχε η Μαρία από το σχολείο μας.Ήταν τόσο κοντά στα πρώτα βήματα της φλόγας! Παρά το γεγονός πως θα έμενα στην ιστορία σαν μια κακή εθελόντρια, αποφάσισα να την ακολουθήσω για να την ρωτήσω, τι ένιωσε όντας τόσο κοντά στη φλόγα. Όταν έφτασα εκεί που είχε σταματήσει η Μαρία, με κοίταξε στα μάτια και μου μίλησε ψιθυριστά όπως η ελιά, μ΄ ένα κείμενο του Ο. Ελύτη:

  « Εάν αποσυνδέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις.»

  Ήμουν απελπισμένη γιατί από τον ένα γρίφο έπεφτα στον άλλον. Μάταια προσπαθούσα να συνδέσω όλ΄αυτά μέσα μου, καθώς επιτέλους γυρνούσα πίσω στη θέση μου με πεσμένα τα φτερά. Ξαφνιάστηκα, γιατί αυτές οι λέξεις ξεκίνησαν μιαν εσωτερική λαμπαδηδρομία στα σκοτεινά σοκάκια της ψυχής μου. Το σώμα μου βρισκόταν εκεί που έπρεπε να ΄ναι αλλά η ψυχή μου ακολουθούσε τον λαμπαδηδρόμο μου. Δρόμος δεν υπήρχε αλλά γινόταν από τη φλόγα.

   Ό,τι φώτιζε γινόταν δρόμος.

  Μου ήταν δύσκολο να ξεχωρίσω ποιος ήταν ο εκάστοτε λαμπαδηδρόμος μου μέσα στο σκοτεινό δάσος. Αλλά πολλές φορές διέκρινα τον αδερφό, τη μάνα, τον πατέρα μου, φίλους καλούς και κακούς, αγαπημένους που είχα και που έδιωξα. Νόμιζα πως μετά από τρέξιμο δυο ολόκληρων ημερών, θα έβρισκα αυτό που έψαχνα. Πέρασαν χρόνια πριν καταλάβω τι ψάχνω. Έψαχνα να βρω τους 300 μου? Ζούσαν, είχαν πεθάνει; Που νάταν άραγε αυτά τα δυνατά παλικάρια της ψυχής μου που ξέρουν να φυλάνε Θερμοπύλες; Κι ο Εφιάλτης που ήταν; Σίγουρα αυτός θα ήξερε που είναι οι 300 μου. Έπρεπε οπωσδήποτε να βρω τον Προδότη. Έπρεπε οπωσδήποτε να βρω τον Προδότη μου.Τώρα που το σκέφτομαι τον είχα συναντήσει μερικές φορές σε κάποια ξέφωτα του δάσους αλλά δεν του έδινα σημασία, γιατί έμοιαζε ήρεμος και ευχαριστημένος. Και εκτός των άλλων με χαιρετούσε πάντα φιλικά, λέγοντάς μου να συνεχίσω να τρέχω. Επειδή όλα τα χρόνια έτρεχα γρήγορα να φτάσω ψηλά, ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό η ερώτηση: « Γιατί ο Εφιάλτης ήταν τόσο ευχαριστημένος; Και γιατί τον ενδιέφερε τόσο να συνεχίσω να τρέχω;»

  Ώσπου μια μέρα εκεί που έτρεχα πίσω από τη φλόγα ακούω έναν δυνατό ψίθυρο από δεξιά: « Στάσου», μου είπε. Κοιτάζω και βλέπω τη γέρικη ελιά του Τύμβου. Χάρηκα πάρα πολύ που την είδα, παρότι το πυκνό δάσος δεν ήταν ο τόπος της. Μάλλον η ελιά μπορούσε να ταξιδεύει σ΄όλο τον κόσμο! Στάθηκα και λίγες στιγμές πριν την αγκαλιάσω παρατήρησα πως είχε σταθεί και η φλόγα και μάλιστα φώτιζε άπλετα δυο δρόμους. Ήταν τόση, όμως η χαρά μου που χώθηκα στο φύλλωμά της γελώντας σα μικρό παιδί. Με αγκάλιασε τρυφερά σα μια αληθινή μητέρα και μου είπε:

 «Ανοίγονται μπροστά σου δυο δρόμοι. Ο δρόμος της μαϊμούς και ο δρόμος των δένδρων. Η μαϊμού μιμείται στις κατασκευές της τον ξυλουργό που θαυμάζει. Δεν κατασκευάζει όμως τίποτα η μαϊμού- κι ας το νομίζει. Ο άλλος δρόμος είναι διπλής κατευθύνσεως: πάει από τη γη στον ουρανό και αντίστροφα. Για να πάς στον ουρανό, πρέπει να ταπεινωθείς στην όποια γη σου πρώτα. Αυτό κάνουν τα δένδρα. Και για να ταπεινωθείς πρέπει να βρείς τον Εφιάλτη σου».

  Αυτά είπε η ελιά και μεταμορφώθηκε σ ένα δένδρο όπως όλα τ΄άλλα. Έμεινα να στέκομαι ακίνητη μπροστά στους δυο δρόμους. Η νύχτα είχε γίνει μέρα από το φως της φλόγας, κι αυτό με έκανε να αποφασίσω. Άρχισα να περπατώ αργά στο δρόμο των δένδρων. Ο δρόμος ήταν στενός και δύσβατος τόσο που συχνά αναγκαζόμουν να περπατώ γονατιστή μέσα σε χιόνια και καταιγίδες. Η ελιά, όμως, είχε ριζώσει στην ψυχή μου και μου έδινε δύναμη, καθώς πολλές φορές, αποκαμωμένη, σκέφτηκα να γυρίσω πίσω και να πάρω τον εύκολο δρόμο της μαϊμούς. Μια νύχτα, που πρέπει να΄ταν η πιο σκοτεινή, σωριάστηκα με το σώμα μου πληγωμένο από τις κοφτερές πέτρες και σκέφτηκα πως αυτή είναι η τελευταία μου νύχτα πάνω σ αυτή τη γη. Θα πέθαινα χωρίς να βρω τον Προδότη μου, τους 300 μου?

  Ξαφνικά, είδα ένα άσπρο περιστέρι μ΄ένα κλαδί ελιάς στο στόμα να πετά πάνω από το πονεμένο μου σώμα και να μου δείχνει κάποιο δρομάκι. Σύρθηκα πίσω του με όση δύναμη μου είχε απομείνει και μετά από λίγη ώρα βρέθηκα σ΄ένα μεγάλο ξέφωτο όπου δέσποζε ένα τεράστιο παλάτι. Μπροστά του καθισμένος σ΄ένα θρόνο, ο Εφιάλτης μου και σ΄ένα κλουβί μέσα στη λάσπη οι 300 μου, αδυνατισμένοι και πονεμένοι. Το περιστέρι καθώς είδε πως ήμουν έτοιμη να ορμίσω, φτερούγισε δυνατά μπροστά μου για να κρυφτώ. Ήμουν τόσο θυμωμένη, με αυτό που έβλεπα, που με κόπο κρύφτηκα πίσω από τον κορμό του δένδρου. Όταν τελικά σταμάτησα να μάχομαι τον αέρα, άρχισα να κλαίω με λυγμούς, ώσπου το περιστέρι άφησε το κλαδάκι της ελιάς μέσα στις χούφτες μου.
  Τότε, ο τελευταίος λαμπαδηδρόμος μου πλησίασε τη φλόγα σε μια μεγάλη ασπίδα που την προστάτευαν οι ρίζες του δένδρου, και άναψε το εσωτερικό της. Ήταν η ασπίδα του Λεωνίδα μου. Την αναγνώρισα αμέσως. Όλο το βράδυ καθόμουν δίπλα στην άσβεστη εκείνη φλόγα της πατρίδας μου. Άδειασα από λέξεις, προσδοκίες και φιλοδοξίες. Τα ρούχα μου είχαν καταστραφεί αλλά παρά την γύμνια μου δεν κρύωνα καθόλου. Γυμνή μπροστά στη φλόγα της Ελλάδας μου!

  Τότε κατάλαβα πως, όλ΄αυτά τα χρόνια εγώ είχα φτιάξει το παλάτι του Προδότη μου. Πως εγώ τελικά είχα φυλακίσει και υποσιτίσει τους 300 μου κάνοντάς τους ανίκανους για μάχη.Ανίκανους να φυλάξουν Θερμοπύλες. Εν τω μεταξύ, όλα τα άγρια ζώα του δάσους είχαν μαζευτεί γύρω από τη φωτιά και κάθονταν μαζί μου σαν παλιοί φίλοι. Η μάχη μέσα μου ήταν τόσο βίαιη που σκέφτηκα πως η δική τους αγριότητα ήταν μηδαμινή μπροστά σ΄εκείνην των ανθρώπων.

  Η φλόγα ήταν πιο δυνατή παρά ποτέ! Το περιστέρι άρχισε να φτερουγίζει προς τους 300 μου. Κι εγώ έκανα για πρώτη φορά στη ζωή μου εκείνο που αποφάσισε η Ελλάδα μέσα μου: σήκωσα το αρχαίο δοχείο στα χέρια μου και περπάτησα σταθερά προς τον προδότη μου.΄ Η ΤΑΝ ΄Η ΕΠΙ ΤΑΣ?είπα.

  Το φως ήταν εκτυφλωτικό και με μιας χάθηκε και το παλάτι και ο εφιάλτης μου. Στη θέση του ήταν η ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Και στη μέση οι 300 μου, με τις ασπίδες και τα δόρατα προτεταμένα, έτοιμοι να υπερασπιστούν τους Βωμούς και τις Εστίες τους.

  Τώρα μπορώ να ξαναφτιάξω την Ελλάδα που μου πρέπει, έτσι όπως ο Ελύτης γράφει:

  « Κοιτάζω τον ασβέστη αντίκρυ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας. Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια. Πιο χαμηλά την κασέλα όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια, τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα. Δίπλα, η καρέκλα με την πελώρια ψάθα. Χάμου, στ΄άσπρα και μαύρα πλακάκια, τα δυο μου σάνταλα. Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο.

Γεννήθηκα για νάχω τόσα.

Από το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε. Μόνο που΄ναι πιο δύσκολο».

 

  Για τον Ελύτη η Ελλάδα δεν είναι κλειστή. Αλλά σαν τελικό στάδιο μύησης, για να ανακαλύψεις το αληθινό πρόσωπο της Ελλάδας, πρέπει να περάσεις από τις Συμπληγάδες, γιατί αυτή η αληθινή Ελλάδα πρόκειται να βρεθεί μόνο από την άλλη πλευρά των Συμπληγάδων. «Και το ότι δεν υπάρχει χρυσόμαλλον δέρας είναι ψέματα», γράφει ο Ελύτης. Οι βράχοι αυτοί, αι Πλανηταί Πέτραι, αντιπροσωπεύουν όλες τις συγκρούσεις και τις αντιθέσεις στις οποίες συνήθως είναι εγκλωβισμένοι και θρυμματισμένη η ζωή μας σ αυτό τον κόσμο και που μας εμποδίζουν να προσεγγίσουμε κάποτε τον αληθινό εαυτό μας: εδώ και εκεί,σωστό και λάθος, παρελθόν και μέλλον. Έχει σωστά ειπωθεί πως ο τοίχος του Παραδείσου, ο τοίχος που μας κρατά έξω από τον Παράδεισο, είναι κατασκευασμένος από αυτές τις συγκρούσεις. Για να μπούμε στον κόσμο στον οποίο μας εμποδίζει να εισέλθουμε πρέπει να περάσουμε πέρα από αυτές τις συγκρούσεις και τις αντιθέσεις μέσα από τους συγκρουόμενους βράχους και να φτάσουμε σ εκείνο που για τα παιδιά είναι φυσικό: την αυθορμησία και την αθωότητα.